λεπίδουρος

λεπίδουρος
ο
ζωολ. γένος εντομόστρακων καρκινοειδών τής υφομοταξίας βραγχιόποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lepidurus < lepid- (< λεπίς, -ίδος) + -urus (< ουρά)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • νωτόστρακα — Είδος βραγχιοπόδων. Στην Ευρώπη ζουν δύο γένη, τα τρίωψ και λεπίδουρος. Τα βραγχιόποδα αυτά πολλαπλασιάζονται με παρθενογένεση. Τα αβγά τους εκκολάπτονται μόλις βρεθούν στο νερό. * * * τα ζωολ. τάξη βραγχιόποδων καρκινοειδών τών στάσιμων γλυκών… …   Dictionary of Greek

  • φυλλόποδα — (phyllopoda). Υφομοταξία μικρών υδρόβιων καρκινοειδών, πολύ αρχέγονης μορφής, που σε μερικά χαρακτηριστικά τους θυμίζουν τους αρχαιότατους τριλοβίτες. Τα φ., που λέγονται και βραγχιόποδα, είναι προικισμένα με θωρακικές αποφύσεις σε σχήμα φύλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”